Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαγγραινώδης
γαγγραίνωσις
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γαδειρίς
Γαδειτάνα
γάδος
γάζα
γάζας
Γαζίτιον
γαζοφυλακέω
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
γαϊάναξ
γαιάοχος
γαϊδάριον
γαιηγενής
γαίηθεν
Γαιήιος
Γαιήϊος
View word page
γαζοφυλακέω
to be a treasurer

ShortDef

to be a treasurer

Debugging

Headword:
γαζοφυλακέω
Headword (normalized):
γαζοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
γαζοφυλακεω
IDX:
18333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18334
Key:

Data

{'content': 'to be a treasurer'}