Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωσις
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γαδειρίς
Γαδειτάνα
γάδος
γάζα
γάζας
Γαζίτιον
γαζοφυλακέω
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γαῖα
γαϊάναξ
γαιάοχος
γαϊδάριον
γαιηγενής
View word page
γάζα
treasure
ShortDef
treasure
Debugging
Headword:
γάζα
Headword (normalized):
γάζα
Headword (normalized/stripped):
γαζα
IDX:
18330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18331
Key:
Data
{'content': 'treasure'}