Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γαγγάμη
γάγγαμον
γαγγαμουλκός
Γαγγητικός
γαγγλίον
γαγγλιώδης
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωσις
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γαδειρίς
Γαδειτάνα
γάδος
γάζα
γάζας
Γαζίτιον
γαζοφυλακέω
γαζοφυλάκιον
View word page
γαγγραίνωσις
becoming gangrenous: gangrenous affection

ShortDef

becoming gangrenous: gangrenous affection

Debugging

Headword:
γαγγραίνωσις
Headword (normalized):
γαγγραίνωσις
Headword (normalized/stripped):
γαγγραινωσις
IDX:
18324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18325
Key:

Data

{'content': 'becoming gangrenous: gangrenous affection'}