Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γάγγαλος
γαγγαμεύς
γαγγάμη
γάγγαμον
γαγγαμουλκός
Γαγγητικός
γαγγλίον
γαγγλιώδης
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωσις
Γαδείραθεν
Γαδειραῖος
Γαδειρίς
Γαδειτάνα
γάδος
γάζα
γάζας
Γαζίτιον
View word page
γαγγραινόομαι
become gangrenous

ShortDef

become gangrenous

Debugging

Headword:
γαγγραινόομαι
Headword (normalized):
γαγγραινόομαι
Headword (normalized/stripped):
γαγγραινοομαι
IDX:
18322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18323
Key:

Data

{'content': 'become gangrenous'}