Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
View word page
ἀγάζω
exalt overmuch; mid. honor
ShortDef
exalt overmuch; mid. honor
Debugging
Headword:
ἀγάζω
Headword (normalized):
ἀγάζω
Headword (normalized/stripped):
αγαζω
IDX:
182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-183
Key:
Data
{'content': 'exalt overmuch; mid. honor'}