Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
βωσαρή
βωσίον
βωστρέω
βωτάριον
βωτιάνειρα
βώτωρ
γʹ
γᾶ
γαβαλάν
View word page
βώριμος
dirge

ShortDef

dirge

Debugging

Headword:
βώριμος
Headword (normalized):
βώριμος
Headword (normalized/stripped):
βωριμος
IDX:
18298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18299
Key:

Data

{'content': 'dirge'}