Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
βωσαρή
βωσίον
βωστρέω
βωτάριον
βωτιάνειρα
βώτωρ
γʹ
γᾶ
View word page
βωρεύς
pickled mullet

ShortDef

pickled mullet

Debugging

Headword:
βωρεύς
Headword (normalized):
βωρεύς
Headword (normalized/stripped):
βωρευς
IDX:
18297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18298
Key:

Data

{'content': 'pickled mullet'}