Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
βωσαρή
βωσίον
βωστρέω
βωτάριον
βωτιάνειρα
βώτωρ
γʹ
View word page
βωμόσπειρον
round base

ShortDef

round base

Debugging

Headword:
βωμόσπειρον
Headword (normalized):
βωμόσπειρον
Headword (normalized/stripped):
βωμοσπειρον
IDX:
18296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18297
Key:

Data

{'content': 'round base'}