Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
βωσαρή
βωσίον
View word page
βωμολοχία
buffoonery, ribaldry

ShortDef

buffoonery, ribaldry

Debugging

Headword:
βωμολοχία
Headword (normalized):
βωμολοχία
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχια
IDX:
18291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18292
Key:

Data

{'content': 'buffoonery, ribaldry'}