Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
βωσαρή
View word page
βωμολοχέω
beg
ShortDef
beg
Debugging
Headword:
βωμολοχέω
Headword (normalized):
βωμολοχέω
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχεω
IDX:
18290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18291
Key:
Data
{'content': 'beg'}