Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βωμαίνω
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
Βῶρος
View word page
βωμολοχεύομαι
to use low flattery, indulge in ribaldry
ShortDef
to use low flattery, indulge in ribaldry
Debugging
Headword:
βωμολοχεύομαι
Headword (normalized):
βωμολοχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχευομαι
IDX:
18289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18290
Key:
Data
{'content': 'to use low flattery, indulge in ribaldry'}