Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βώλωσις
βωμαίνω
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βωρεύς
βώριμος
View word page
βωμολόχευμα
a piece of low flattery

ShortDef

a piece of low flattery

Debugging

Headword:
βωμολόχευμα
Headword (normalized):
βωμολόχευμα
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχευμα
IDX:
18288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18289
Key:

Data

{'content': 'a piece of low flattery'}