Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βωλοποιέω
βωλόπυρος
βῶλος
βωλοστροφέω
βωλοτόμος
βώλωσις
βωμαίνω
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμολόχος
View word page
βωμίς
a step

ShortDef

a step

Debugging

Headword:
βωμίς
Headword (normalized):
βωμίς
Headword (normalized/stripped):
βωμις
IDX:
18283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18284
Key:

Data

{'content': 'a step'}