Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βωλόναι
βωλοποιέω
βωλόπυρος
βῶλος
βωλοστροφέω
βωλοτόμος
βώλωσις
βωμαίνω
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
View word page
βώμιος
of an altar; (of a suppliant) at an altar (βωμός)
ShortDef
of an altar
of an altar; (of a suppliant) at an altar (βωμός)
Debugging
Headword:
βώμιος
Headword (normalized):
βώμιος
Headword (normalized/stripped):
βωμιος
IDX:
18282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18283
Key:
Data
{'content': 'of an altar; (of a suppliant) at an altar (βωμός)'}