Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βωλοκόπος
βωλόκριθον
βωλολογέω
βωλόναι
βωλοποιέω
βωλόπυρος
βῶλος
βωλοστροφέω
βωλοτόμος
βώλωσις
βωμαίνω
βώμευσις
Βώμιος
βώμιος
βωμίς
βωμίσκος
βωμίστρια
βωμῖτις
βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
View word page
βωμαίνω
swear
ShortDef
swear
Debugging
Headword:
βωμαίνω
Headword (normalized):
βωμαίνω
Headword (normalized/stripped):
βωμαινω
IDX:
18279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18280
Key:
Data
{'content': 'swear'}