Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσόθεν
βυσσομέτρης
βύσσος
βυσσός
βυσσουργός
βυσσόφρων
βύσσωμα
βύω
βωβός
βώκκαλις
βωλάζω
βωλάκιον
βωλάκιος
βῶλαξ
βωληδόν
βωληνή
βωλητάρια
βωλήτης
βωλήτιον
View word page
βωβός
dumb
ShortDef
dumb
Debugging
Headword:
βωβός
Headword (normalized):
βωβός
Headword (normalized/stripped):
βωβος
IDX:
18252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18253
Key:
Data
{'content': 'dumb'}