Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βύσσα
βύσσαλοι
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσόθεν
βυσσομέτρης
βύσσος
βυσσός
βυσσουργός
βυσσόφρων
βύσσωμα
βύω
βωβός
βώκκαλις
βωλάζω
βωλάκιον
βωλάκιος
βῶλαξ
βωληδόν
βωληνή
βωλητάρια
View word page
βύσσωμα
nets, which stopped the passage

ShortDef

nets, which stopped the passage

Debugging

Headword:
βύσσωμα
Headword (normalized):
βύσσωμα
Headword (normalized/stripped):
βυσσωμα
IDX:
18250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18251
Key:

Data

{'content': 'nets, which stopped the passage'}