Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βύσμα
βύσσα
βύσσαλοι
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσόθεν
βυσσομέτρης
βύσσος
βυσσός
βυσσουργός
βυσσόφρων
βύσσωμα
βύω
βωβός
βώκκαλις
βωλάζω
βωλάκιον
βωλάκιος
βῶλαξ
βωληδόν
βωληνή
View word page
βυσσόφρων
deep-thinking

ShortDef

deep-thinking

Debugging

Headword:
βυσσόφρων
Headword (normalized):
βυσσόφρων
Headword (normalized/stripped):
βυσσοφρων
IDX:
18249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18250
Key:

Data

{'content': 'deep-thinking'}