Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυρσότονος
βυρσόω
βυρσώδης
βυσαύχην
βύσμα
βύσσα
βύσσαλοι
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσόθεν
βυσσομέτρης
βύσσος
βυσσός
βυσσουργός
βυσσόφρων
βύσσωμα
βύω
βωβός
βώκκαλις
βωλάζω
βωλάκιον
View word page
βυσσομέτρης
measuring the deeps

ShortDef

measuring the deeps

Debugging

Headword:
βυσσομέτρης
Headword (normalized):
βυσσομέτρης
Headword (normalized/stripped):
βυσσομετρης
IDX:
18245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18246
Key:

Data

{'content': 'measuring the deeps'}