Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοδέψησις
βυρσοδεψικός
βυρσοδέψιον
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοποιός
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
βυρσοτομέω
βυρσοτόμος
βυρσότονος
βυρσόω
βυρσώδης
βυσαύχην
βύσμα
βύσσα
βύσσαλοι
βύσσινος
βυσσοδομεύω
View word page
βυρσοτομέω
cut leather
ShortDef
cut leather
Debugging
Headword:
βυρσοτομέω
Headword (normalized):
βυρσοτομέω
Headword (normalized/stripped):
βυρσοτομεω
IDX:
18233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18234
Key:
Data
{'content': 'cut leather'}