Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεῖον
βυρσεύς
βυρσεύω
βυρσικός
βυρσίνη
βύρσινος
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοδέψησις
βυρσοδεψικός
βυρσοδέψιον
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοποιός
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
βυρσοτομέω
View word page
βυρσοδεψέω
to dress or tan hides

ShortDef

to dress or tan hides

Debugging

Headword:
βυρσοδεψέω
Headword (normalized):
βυρσοδεψέω
Headword (normalized/stripped):
βυρσοδεψεω
IDX:
18223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18224
Key:

Data

{'content': 'to dress or tan hides'}