Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
Βύνη
βύνητος
βυννεῖν
βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεῖον
βυρσεύς
βυρσεύω
βυρσικός
βυρσίνη
βύρσινος
βυρσοδεψέω
View word page
βυνοκ[οπία]
preparation of malt

ShortDef

preparation of malt

Debugging

Headword:
βυνοκ[οπία]
Headword (normalized):
βυνοκ[οπία]
Headword (normalized/stripped):
βυνοκ[οπια]
IDX:
18213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18214
Key:

Data

{'content': 'preparation of malt'}