Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
Βύνη
βύνητος
βυννεῖν
βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεῖον
βυρσεύς
βυρσεύω
βυρσικός
βυρσίνη
βύρσινος
View word page
βυννεῖν
hold in the mouth
ShortDef
hold in the mouth
Debugging
Headword:
βυννεῖν
Headword (normalized):
βυννεῖν
Headword (normalized/stripped):
βυννειν
IDX:
18212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18213
Key:
Data
{'content': 'hold in the mouth'}