Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
Βύνη
βύνητος
βυννεῖν
βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεῖον
βυρσεύς
View word page
βυνέω
to stuff

ShortDef

to stuff

Debugging

Headword:
βυνέω
Headword (normalized):
βυνέω
Headword (normalized/stripped):
βυνεω
IDX:
18208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18209
Key:

Data

{'content': 'to stuff'}