Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
Βύνη
βύνητος
βυννεῖν
βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεῖον
View word page
βυλλά
stuff

ShortDef

stuff

Debugging

Headword:
βυλλά
Headword (normalized):
βυλλά
Headword (normalized/stripped):
βυλλα
IDX:
18207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18208
Key:

Data

{'content': 'stuff'}