Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
Βύνη
βύνητος
βυννεῖν
βυνοκ[οπία]
Βύρσα
βύρσα
βυρσαίετος
View word page
βύκτης
swelling, blustering

ShortDef

swelling, blustering

Debugging

Headword:
βύκτης
Headword (normalized):
βύκτης
Headword (normalized/stripped):
βυκτης
IDX:
18206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18207
Key:

Data

{'content': 'swelling, blustering'}