Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βύζην
βύζω
βύζω2
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
βυκανιστής
βύκτης
βυλλά
βυνέω
βύνη
View word page
βυθοτρεφής
living in the deep

ShortDef

living in the deep

Debugging

Headword:
βυθοτρεφής
Headword (normalized):
βυθοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
βυθοτρεφης
IDX:
18199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18200
Key:

Data

{'content': 'living in the deep'}