Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
View word page
ἀγάζομαι
reverence, worship
ShortDef
reverence, worship
Debugging
Headword:
ἀγάζομαι
Headword (normalized):
ἀγάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγαζομαι
IDX:
181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-182
Key:
Data
{'content': 'reverence, worship'}