Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βύβλινος
Βύβλος
βύβλος
Βυζάντιον
Βυζάντιος
βύζην
βύζω
βύζω2
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
View word page
βύθιος
in the deep, sunken
ShortDef
in the deep, sunken
Debugging
Headword:
βύθιος
Headword (normalized):
βύθιος
Headword (normalized/stripped):
βυθιος
IDX:
18194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18195
Key:
Data
{'content': 'in the deep, sunken'}