Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
Βύβλος
βύβλος
Βυζάντιον
Βυζάντιος
βύζην
βύζω
βύζω2
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
View word page
βυθάω
strike deep

ShortDef

strike deep

Debugging

Headword:
βυθάω
Headword (normalized):
βυθάω
Headword (normalized/stripped):
βυθαω
IDX:
18192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18193
Key:

Data

{'content': 'strike deep'}