Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βυβάσσιος
βυβλία
βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
Βύβλος
βύβλος
Βυζάντιον
Βυζάντιος
βύζην
βύζω
βύζω2
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
View word page
βύζω
to be frequent
ShortDef
to be frequent
hoot
Debugging
Headword:
βύζω
Headword (normalized):
βύζω
Headword (normalized/stripped):
βυζω
IDX:
18190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18191
Key:
Data
{'content': 'to be frequent'}