Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βύας
Βυβάσσιος
βυβλία
βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
Βύβλος
βύβλος
Βυζάντιον
Βυζάντιος
βύζην
βύζω
βύζω2
βυθάω
βυθίζω
View word page
βυβλινοπέδιλος
with sandals of βύβλος

ShortDef

with sandals of βύβλος

Debugging

Headword:
βυβλινοπέδιλος
Headword (normalized):
βυβλινοπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
βυβλινοπεδιλος
IDX:
18183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18184
Key:

Data

{'content': 'with sandals of βύβλος'}