Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βύας
Βυβάσσιος
βυβλία
βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
Βύβλος
βύβλος
Βυζάντιον
View word page
βρωτός
to be eaten

ShortDef

to be eaten

Debugging

Headword:
βρωτός
Headword (normalized):
βρωτός
Headword (normalized/stripped):
βρωτος
IDX:
18177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18178
Key:

Data

{'content': 'to be eaten'}