Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βύας
Βυβάσσιος
βυβλία
βυβλίδιον
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
View word page
βρωτέος
to be eaten
ShortDef
to be eaten
Debugging
Headword:
βρωτέος
Headword (normalized):
βρωτέος
Headword (normalized/stripped):
βρωτεος
IDX:
18174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18175
Key:
Data
{'content': 'to be eaten'}