Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βύας
View word page
βρωμώδης
stinking, foul-smelling

ShortDef

stinking, foul-smelling

Debugging

Headword:
βρωμώδης
Headword (normalized):
βρωμώδης
Headword (normalized/stripped):
βρωμωδης
IDX:
18169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18170
Key:

Data

{'content': 'stinking, foul-smelling'}