Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
View word page
βρῶμος2
stink, noisome smell

ShortDef

food
stink, noisome smell

Debugging

Headword:
βρῶμος2
Headword (normalized):
βρῶμος
Headword (normalized/stripped):
βρωμος2
IDX:
18168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18169
Key:

Data

{'content': 'stink, noisome smell'}