Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
View word page
βρωμολόγος
foul-mouthed

ShortDef

foul-mouthed

Debugging

Headword:
βρωμολόγος
Headword (normalized):
βρωμολόγος
Headword (normalized/stripped):
βρωμολογος
IDX:
18166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18167
Key:

Data

{'content': 'foul-mouthed'}