Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
View word page
βρωμήεις
brayer
ShortDef
brayer
Debugging
Headword:
βρωμήεις
Headword (normalized):
βρωμήεις
Headword (normalized/stripped):
βρωμηεις
IDX:
18163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18164
Key:
Data
{'content': 'brayer'}