Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
View word page
βρώμη
food

ShortDef

food

Debugging

Headword:
βρώμη
Headword (normalized):
βρώμη
Headword (normalized/stripped):
βρωμη
IDX:
18162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18163
Key:

Data

{'content': 'food'}