Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
View word page
βρωμέω
smell rank

ShortDef

smell rank

Debugging

Headword:
βρωμέω
Headword (normalized):
βρωμέω
Headword (normalized/stripped):
βρωμεω
IDX:
18161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18162
Key:

Data

{'content': 'smell rank'}