Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
βρωμώδης
View word page
βρωματίζω
give to eat

ShortDef

give to eat

Debugging

Headword:
βρωματίζω
Headword (normalized):
βρωματίζω
Headword (normalized/stripped):
βρωματιζω
IDX:
18159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18160
Key:

Data

{'content': 'give to eat'}