Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
βρῶμος2
View word page
βρωμάομαι
to bray

ShortDef

to bray

Debugging

Headword:
βρωμάομαι
Headword (normalized):
βρωμάομαι
Headword (normalized/stripped):
βρωμαομαι
IDX:
18158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18159
Key:

Data

{'content': 'to bray'}