Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυχηθμός
βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμητής
βρωμολόγος
βρῶμος
View word page
βρῶμα
that which is eaten, food, meat

ShortDef

that which is eaten, food, meat

Debugging

Headword:
βρῶμα
Headword (normalized):
βρῶμα
Headword (normalized/stripped):
βρωμα
IDX:
18157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18158
Key:

Data

{'content': 'that which is eaten, food, meat'}