Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυχετός
βρυχή
βρυχηδόν
βρυχηθμός
βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
View word page
βρύω
to be full to bursting

ShortDef

to be full to bursting

Debugging

Headword:
βρύω
Headword (normalized):
βρύω
Headword (normalized/stripped):
βρυω
IDX:
18154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18155
Key:

Data

{'content': 'to be full to bursting'}