Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυτικός
βρύτινος
βρῦτος
βρυχάομαι
βρυχετός
βρυχή
βρυχηδόν
βρυχηθμός
βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
βρυωνία
βρῶμα
βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωματομιξαπάτη
View word page
βρυχητής
a bellower, roarer

ShortDef

a bellower, roarer

Debugging

Headword:
βρυχητής
Headword (normalized):
βρυχητής
Headword (normalized/stripped):
βρυχητης
IDX:
18150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18151
Key:

Data

{'content': 'a bellower, roarer'}