Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βρυσειαί
βρύσις
βρύσσος
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
βρύτεα
βρυτικός
βρύτινος
βρῦτος
βρυχάομαι
βρυχετός
βρυχή
βρυχηδόν
βρυχηθμός
βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρύω
βρυώδης
View word page
βρυχή
gnashing

ShortDef

gnashing

Debugging

Headword:
βρυχή
Headword (normalized):
βρυχή
Headword (normalized/stripped):
βρυχη
IDX:
18145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18146
Key:

Data

{'content': 'gnashing'}