Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
βρυοφόρος
Βρυσειαί
βρύσις
βρύσσος
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
βρύτεα
βρυτικός
βρύτινος
βρῦτος
βρυχάομαι
View word page
βρυόομαι
to be grown over with

ShortDef

to be grown over with

Debugging

Headword:
βρυόομαι
Headword (normalized):
βρυόομαι
Headword (normalized/stripped):
βρυοομαι
IDX:
18133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18134
Key:

Data

{'content': 'to be grown over with'}