Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
βρυοφόρος
Βρυσειαί
βρύσις
βρύσσος
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
βρύτεα
βρυτικός
βρύτινος
View word page
βρυόεις
weedy

ShortDef

weedy

Debugging

Headword:
βρυόεις
Headword (normalized):
βρυόεις
Headword (normalized/stripped):
βρυοεις
IDX:
18131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18132
Key:

Data

{'content': 'weedy'}