Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίκτης
βρυασμός
βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
βρυοφόρος
Βρυσειαί
βρύσις
βρύσσος
View word page
βρυλλιχίζειν
wear a female mask

ShortDef

wear a female mask

Debugging

Headword:
βρυλλιχίζειν
Headword (normalized):
βρυλλιχίζειν
Headword (normalized/stripped):
βρυλλιχιζειν
IDX:
18127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18128
Key:

Data

{'content': 'wear a female mask'}