Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βρόχω
βροχωτός
βρυάζω
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίκτης
βρυασμός
βρύγδην
βρυγκός
βρύγμα
βρυγμός
βρύθακες
βρύκω
βρυλλιχίζειν
βρύλλω
βρῦν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
βρυοφόρος
View word page
βρυγμός
biting

ShortDef

biting

Debugging

Headword:
βρυγμός
Headword (normalized):
βρυγμός
Headword (normalized/stripped):
βρυγμος
IDX:
18124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18125
Key:

Data

{'content': 'biting'}